- τσούπρα
- η, Ννεαρό κορίτσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. tšupre].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσούπρα — η (λ. αλβαν.), κοπέλα, κορίτσι, κόρη, τσούπα: Τα παλικάρια στη βόλτα πειράζανε τις τσούπρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσούπα — η, Ν τσούπρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. tšupa] … Dictionary of Greek
τσούπα — η (λ. αλβαν.), κορίτσι, τσούπρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)